«Ψέματα ή αλήθεια; Έτσι είν’ τα παραμύθια!»

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 20/4 στο Διπλό Καφέ στα Εξάρχεια η εκδήλωση του Συνδέσμου μας «Ψέματα ή αλήθεια; Έτσι είν’ τα παραμύθια!»

 

Η Ανεζούλα Κατσιμπίρη αφηγήθηκε με τον δικό της απαράμιλλο τρόπο τρία λαϊκά παραμύθια της Κούβας και η Σαπφώ Διαμάντη δύο στιγμιότυπα της Κουβανικής Επανάστασης, πλαισιωμένες με μουσική και τραγούδια από μέλη του συγκροτήματος της ΣΕΑΑΝ.

 

Στην εκδήλωση παραβρέθηκε ολόκληρη η κουβανική διπλωματική αποστολή, με επικεφαλής τον Πρέσβη, Αραμίς Φουέντε Ερνάντες.

 

Οι μικροί μας φίλοι διασκέδασαν και έμαθαν, με αναψυκτικά και σοκολάτες, και πήραν μαζί τους μια ωραία βραδιά να θυμούνται, ένα από τα παραμύθια (που δημοσιεύουμε εδώ σε συντετμημένη μορφή) και αναμνηστικά του Συνδέσμου. Θα επανέλθουμε!

 

 

 

 

 

Η Ανεζούλα Κατσιμπίρη αφηγήθηκε τρία λαϊκά παραμύθια της Κούβας.

 

 

 

 

Μαρτίνα, η όμορφη κατσαριδούλα

 

 

 

Μια φορά και έναν καιρό, στην παλιά Αβάνα, στην Κούβα, κάτω από ένα φανοστάτη, ζούσε η Μαρτίνα Ζοζεφίνα Καταλίνα με τη μεγάλη κατσαριδοοικογενειά της….

 

 

 

Η Μαρτίνα Ζοζεφίνα Καταλίνα ήταν η

ομορφότερη… κατσαριδούλα σε όλη την Αβάνα!

 

Έτσι όταν έφτασε η ώρα να παντρευτεί, ουρά έκαναν οι υποψήφιοι έξω από το σπίτι της…

 

Η Μαρτίνα δεν ήξερε ούτε πώς, ούτε ποιον να διαλέξει. Η γιαγιά της όμως της είπε το

 

μυστικό.

 

- Μα γιαγιά, πώς το να ρίξω καφέ στα

 

παπούτσια του υποψήφιου θα με βοηθήσει

 

να βρω τον άντρα τον σωστό;

 

- Για σκέψου λίγο Μαρτίνα μου: όταν ένας

 

άντρας θυμώνει, δείχνει τον πραγματικό

 

του χαρακτήρα. Έτσι θα μπορέσεις να

 

κρίνεις και να αποφασίσεις ποιος είναι ο

 

πιο κατάλληλος σύζυγος για σένα…

 

Ο πρώτος υποψήφιος ήταν ο Δον Γάγιο, ο

 

κόκορας. Μπήκε μέσα κορδωμένος και

 

γονάτισε μπροστά στη Μαρτίνα.

 

- «Κουκλάρα μου, Μαρτίνα, σήμερα είναι η

 

τυχερή σου μέρα!  Θέλεις να με

 

παντρευτείς;»

 

Η Μαρτίνα δεν είπε ούτε ναι, ούτε όχι. Η

 

Μαρτίνα είπε:

 

- «Θα θέλατε ένα καφεδάκι;» και χωρίς να

 

περιμένει έτρεξε στην κουζίνα, πήρε το

 

δίσκο με τον καφέ και έκανε όπως της

 

είπε η γιαγιά της, τον έριξε πάνω στα

 

καλογυαλισμένα παπούτσια του Δον Γάγιο!

 

- Κικιρίκου, κικιρίκου, τα παπούτσια μου! 

 

- Με συγχωρείτε, Σενιόρ, κατά λάθος.

 

Καμιά φορά είμαι λίγο άγαρμπη, ξέρετε…

 

- Δεν πειράζει, για την ώρα, είπε

 

μουτρωμένος ο Δον Γάγιο. Θα την

 

ξεφορτωθούμε την αγαρμποσύνη σου όταν

 

γίνεις γυναίκα μου!

 

- Ναι, σχετικά με αυτό…. Δεν το βλέπω…

 

είπε η Μαρτίνα και έδιωξε τον

 

ψωροπερήφανο και αγενή Δον Γάγιο.

 

Ο επόμενος ήταν ο Δον Σέρχιο, ο χοίρος που

 

τον μύριζε κανείς πριν τον δει…

 

Η Μαρτίνα πρόσφερε καφεδάκι και στον Δον

 

Σέρχιο και όταν ο καφές προσγειώθηκε στα

 

παπούτσια του…

 

- Χρρρρρ, χρρρ τα ωραία μου,

 

ολοκαίνουργια παπουτσάκια! Κοίταξε τι

 

έκανες!

 

- Να με συγχωρείτε, Σενιόρ, θα πάρω

 

αμέσως ένα πανί και θα τα καθαρίσω…

 

- Βέβαια και θα τα καθαρίσεις και αμέσως

 

μάλιστα. Ποιος θα τα καθάριζε δηλαδή;

 

Αυτές είναι δουλειές για γυναίκες!

 

Φυσικά, μετά από αυτό η Μαρτίνα έδειξε και

 

στον Δον Σέρχιο την πόρτα…

 

Με τούτα και με εκείνα όμως, η Μαρτίνα

 

άρχισε να απογοητεύεται…

 

- Μήπως να μην παντρευτώ…

 

Τελικά είπε να δώσει μια ευκαιρία και στον

 

Δον Λαχάρτο, τη σαύρα, πράγμα που

 

αποδείχτηκε πολύ κακή ιδέα γιατί ο καφές

 

αποκάλυψε ότι αυτό που ο Δον Λαχάρτο είχε

 

στο μυαλό του ήταν όχι να παντρευτεί τη

 

Μαρτίνα αλλά… να τη φάει!

 

- Ως εδώ, είπε η Μαρτίνα και έτρεξε να

 

βρει τη γιαγιά της αναστατωμένη.

 

- Τι λες κοριτσάκι μου; Έτσι εύκολα τα

 

παρατάς; Νομίζεις ότι με την πρώτη θα

 

βρεις την αληθινή αγάπη;

 

Ύστερα η γιαγιά είπε στη Μαρτίνα να

 

κοιτάξει έξω από το παράθυρο.

 

Στη γλάστρα που χρησιμοποιούσαν για κήπο

 

ήταν ένα όμορφο καφέ ποντίκι.

 

Η Μαρτίνα τον ερωτεύτηκε με την πρώτη

 

ματιά.

 

- Άντε πήγαινε να του μιλήσεις… και μην

 

ξεχάσεις τον καφέ… είπε η γιαγιά της!

 

Τον ποντικούλη τον έλεγαν Πέρες και ο καφές

 

αποκάλυψε δυο πράγματα:

 

Ήταν και εκείνος ερωτευμένος με τη Μαρτίνα 

 

Και…

 

Είχε και εκείνος μια Κουβανή γιαγιά και ήξερε

 

τα κόλπα γιατί με την ουρά του έριξε όλο τον

 

καφέ… στα παπούτσια της Μαρτίνας!

 

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…

 

Παρακολουθείστε αποσπάσματα της αφήγησης των παραμυθιών από την Ανεζούλα Κατσιμπίρη.

 

Η Σαπφώ Διαμάντη επιμελήθηκε και αφηγήθηκε

δύο στιγμιότυπα

της Κουβανικής Επανάστασης

 

Θα σας πω μια ιστορία για ένα γιοτ. Ξέρετε τι είναι γιοτ — θαλαμηγός στα ελληνικά—; Είναι ένα μικρό, πολυτελές πλοίο διακοπών.

Ε λοιπόν, καμία σχέση με το δικό μας το γιοτ, που είναι παμπάλαιο, ψιλοξεχαρβαλωμένο, ίσα-ίσα που πλέει. Μ’ αυτό ξεκίνησαν απ’ το Μεξικό, μια νύχτα, πριν πολλά χρόνια, —ούτ’ εγώ είχα γεννηθεί, φανταστείτε!— 82 Κουβανοί πατριώτες, για έναν άθλο πιο μεγάλο απ’ το μπόι τους, να ελευθερώσουν την πατρίδα τους απ’ τον τύραννο. Αρχηγός τους ήταν ένας ψηλός, με μεγάλα γυαλιά —τα ‘βγαλε μετά—, με γένια κι ένα στρατιωτικό κασκέτο. Και κάπνιζε ένα μεγάλο πούρο Αβάνας. Σαν Κουβανός δηλαδή. Τον έλεγαν Φιδέλ. Και είχε τέτοια σπίθα στα μάτια, κι όταν μιλούσε όλοι τον άκουγαν μαγεμένοι, για την ελπίδα και την απόφασή του για μια πατρίδα ανεξάρτητη, όπου οι άνθρωποι να ζουν με αξιοπρέπεια. Εφτά μερόνυχτα θαλασσοδερνόταν λοιπόν το γιοτ μας στη Θάλασσα της Καραϊβικής, με τρελή φουρτούνα, κι έμοιαζε Οδύσσεια το ταξίδι, όχι με τραγούδια σειρήνων, μα με την απειλή του Αμερικάνου Κύκλωπα στα βόρεια και των υπηρετών του στα νότια, στο Νησί. Με τα πολλά, έφτασε στις ακτές της Κούβας, μ’ ένα σωρό βλάβες και χωρίς καύσιμα, και κόλλησε στα ρηχά. Πιο πολύ έμοιαζε με ναυάγιο παρά με αποβίβαση για τους ατρόμητους αντάρτες μας, που χρειάστηκε να τσαλαβουτήσουν ως τη στεριά φορτωμένοι τα λιγοστά όπλα κι εφόδια, μέσα απ’ την πυκνή βλάστηση που φτάνει ως τη θάλασσα, με πιότερη θέληση παρά δύναμη. Τελευταίος κατέβηκε ο Ραούλ, και τότε πρωτοείδε στην πρύμνη το όνομα του πλοίου: Γκράνμα. Δηλαδή, στα αγγλικά, Γιαγιάκα! Απίστευτο;! Και βέβαια οι κακοί τους περίμεναν, σκοτώθηκαν πολλοί, άλλοι τόσοι σύρθηκαν στις φυλακές, κι απόμειναν μια ντουζίνα για ν’ ανέβουν στο βουνό, στη Σιέρρα Μαέστρα. Μια μέρα λοιπόν, εκεί που μαζεύονταν, βλέπει ο αρχηγός τους —πώς είπαμε τον λέγανε;— ναι, αυτός, οχτώ άντρες με εφτά τουφέκια όλα κι όλα, και λέει: Ε, τώρα, σίγουρα θα νικήσουμε! Και νίκησαν.

Και αυτό δεν είναι παραμύθι, είναι ιστορία, που έγινε φάρος ελπίδας για τους ανθρώπους όλου του κόσμου.

 

***

Και νίκησαν, όπως είπαμε.

Δυο χρόνια και 13 μέρες αργότερα, εκείνη την αξέχαστη πρωτοχρονιά, οι Αβανέζοι όχι Χαβανέζοι! ξεχύνονται στους δρόμους της κουβανέζικης πρωτεύουσας να γιορτάσουν, στην είδηση πως ο τύραννος το ‘βαλε στα πόδια. Ο Φιδέλ μπαίνει στο Σαντιάγο, 2η πόλη της Κούβας, και πανηγυρίζει το θρίαμβο της Επανάστασης. Στέλνει διαταγές σε δύο κομαντάντες, καπετάνιους δηλαδή όχι καπετάνιους βαποριών, καπετάνιους ανταρτών, να προχωρήσουν στην πρωτεύουσα, την Αβάνα. Ήταν ωραίοι, αυτοί οι κομαντάντες, γελαστοί και άφοβοι, αφού ήταν οραματιστές ονειρευτές δηλαδή. Τον έναν τον έλεγαν Ερνέστο και τον άλλον Καμίλο. Ο Ερνέστο φορούσε έναν μαύρο μπερέ κι ο Καμίλο ένα πλατύγυρο καπέλο. Και κάπνιζαν κι αυτοί πούρα Αβάνας, εννοείται. Αφού λοιπόν κατέλαβαν, εκείνη την ίδια πρωτοχρονιά, τα δύο τελευταία προπύργια του τυράννου, φτάνουν την άλλη μέρα στην πρωτεύουσα, ο Καμίλο στο φρούριο Κολούμπια κι ο Ερνέστο, που πρώτη φορά έβλεπε την Αβάνα, στο φρούριο Λα Καμπάνια, θα το δείτε στην είσοδο του λιμανιού της Αβάνας όταν πάτε. Τα απομεινάρια του στρατού του τυράννου παραδόθηκαν, έτσι που είχαν φοβηθεί, με τον Επαναστατικό Στρατό να νικάει παντού που είχε ξεκινήσει με τα εφτά τουφέκια που λέγαμε. Έτσι ελευθερώθηκε η Αβάνα κι ετοιμάστηκε να υποδεχτεί τον Επαναστατικό Στρατό, τους μουσάτους, όπως τους λένε οι Κουβανοί, αφού ήταν όλοι τους αξύριστοι και τον τρομερό αρχηγό του. Έτσι ελευθερώθηκε η Κούβα απ’ τα δεσμά κάθε τυράννου, κι ο λαός της όριζε πια ο ίδιος τις τύχες του.

Όσο για τους δύο κομαντάντες μας, αυτοί έμειναν για πάντα νέοι, κι έγιναν αστέρια, όχι στον ουρανό, ο Καμίλο στο πέλαγος, κι ο Ερνέστο στο βουνό.

Και αυτό δεν είναι παραμύθι, είναι ιστορία, που έγινε θρύλος, έμπνευση κι ενθάρρυνση για τους επαναστάτες όλου του κόσμου.

 

Στιγμιότυπα της Κουβανικής Επανάστασης.

Αφήγηση Σαπφώ Διαμάντη.

 

Αποσπάσματα της μουσικής και των τραγουδιών

που ακούστηκαν στην εκδήλωση,

από μέλη του συγκροτήματος της ΣΕΑΑΝ.